ἀλγηδόνος

ἀλγηδόνος
ἀλγηδών
pain
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρεκτικός — ή, όν, Α [παρέχω] 1. αυτός που μπορεί να παρέχει, να επιφέρει κάτι, ο παραίτιος (α. «παρεκτικὸς ἀλγηδόνος», Σέξτ. Εμπ. β. «παρεκτικὸς ἐλπίδος», Γαλ.) 2. γενναιόδωρος, κουβαρντάς, ελευθέριος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”